Ἰοδάμας

Ἰοδάμας
Ἰοδάμᾱς , Ἰοδάμη
fem acc pl (doric)
Ἰοδάμᾱς , Ἰοδάμη
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Θήβη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήταν κόρη του ποτάμιου θεού Ασωπού και της Μετόπης, αδελφή της Αιγίνης και σύζυγος του Ζήθου, επώνυμη των Θηβών. Οι δύο αδελφές είχαν απαχθεί από τον Δία. 2. Επώνυμη της αιγυπτιακής Θήβας, κόρη του Δία και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”